- ἐπιγνωμοσύνη
- -ης ἡ N 1 0-0-0-1-0=1 Prv 16,23prudence; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
επιγνωμοσύνη — ἐπιγνωμοσύνη, η (AM) [επιγνώμων] σύνεση, φρόνηση … Dictionary of Greek
ἐπιγνωμοσύνη — prudence fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγνωμοσύνην — ἐπιγνωμοσύνη prudence fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγνωμοσύνης — ἐπιγνωμοσύνη prudence fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)